οὐσιωδῶς

οὐσιωδῶς
οὐσιώδης
essential
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ουσιώδης — ες (ΑΜ οὐσιώδης, ῶδες) [ουσία] γεμάτος ουσία, πραγματικός, αληθινός («ουσιώδης σύγκρισις», Επίκ.) νεοελλ. αυτός που αποτελεί την ουσία, κύριος, σημαντικός («ουσιώδης διαφορά»). επίρρ... ουσιωδώς (ΑΜ οὐσιωδῶς) κατά ουσιώδη τρόπο …   Dictionary of Greek

  • Filioque — Christianity portal …   Wikipedia

  • αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • πρωταρχικός — ή, ό, Ν 1. ο πρώτος και αρχικός, πρώτος πρώτος, πρώτιστος («πρωταρχικό σου καθήκον είναι να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου απέναντί του») 2. βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός («η συμμετοχή του στο συμβούλιο είναι πρωταρχικής σημασίας») 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • συνουσιωμένως — Α επίρρ. 1. ουσιαστικά 2. κυρίως, βασικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνουσιωμένος τού συνουσιῶ «ενώνομαι ουσιωδώς με κάποιον» + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • συνουσιώ — όω, και άω, ΜΑ [συνουσία] μέσ. συνουσιοῡμαι, όομαι, και σπάν. άομαι 1. ενώνομαι ουσιωδώς με κάποιον («συνουσιοῡται μουσικὴ τῇ ψυχῇ», Αλέξ. Αφρ.) 2. χημ. αναμιγνύομαι μσν. πραγματοποιώ («ἔρως συνουσιώσας τὴν φιλάλληλον σχέσιν», Πισίδ. Γ.) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Λα Μετρί, Ζιλιέν Οφρουά ντε- — (Julien Offray de La Mettrie, Σεν Μαλό, Γαλλία 1709 – Βερολίνο, Γερμανία 1751). Γάλλος φιλόσοφος και γιατρός. Σπούδασε στο Λέιντεν με δάσκαλο τον Μπάιρχαβε, η μηχανιστική φυσιολογία του οποίου ώθησε τον Λ.Μ. να στραφεί προς τον φιλοσοφικό υλισμό… …   Dictionary of Greek

  • Μίλικαν, Ρόμπερτ Άντριους — (Robert Andrews Millikan, Μόρισον, Ιλινόις 1868 – Πασαντίνα, Καλιφόρνια 1953). Αμερικανός φυσικός. Για πολλά χρόνια υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1921 ανακηρύχθηκε διευθυντής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνιας στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”